-
1 ремонт
ремонт 1-а α.επισκευή, επιδιόρθωση•ремонт машины επισκευή μηχανής•
ремонт здшия επισκευή κτιρίου•
ремонт одежды επιδιόρθωση ενδυμάτων•
ремонт обуви επιδιόρθωση υποδημάτων•
капитальный ремонт γενική επισκευή•
текущий ремонт οι μικροεπισκευές.
ремонт 2-а α.1. (στρατ.)επίταξη αλόγων (για συμπλήρωση των κενών).2. αύξηση του κοπαδιού ζώων (με αναπαραγωγή). -
2 капитальный
капитальный κεφαλαίος, κύριος, βασικός \капитальныйое строительство η βασική οικοδόμη ση \капитальный ремонт η γενική επισκευή* * *κεφαλαίος, κύριος, βασικόςкапита́льное строи́тельство — η βασικήοίκοδόμηση
капита́льный ремо́нт — η γενική επισκευή
-
3 ремонт
ремонтм1. ἡ ἐπισκευή, ἡ ἐπιδιόρθωση[-ις]:мелкий \ремонт ἡ μικροεπισκευή· капитальный \ремонт ἡ γενική ἐπισκευή· теку́-щий \ремонт ἡ μερική ἐπιδιόρθωση·2. (пополнение лошадьми) воен. ἡ ίππωνεία, ἡ προμήθεια ίππων. -
4 капитальный
капитальныйприл κεφαλαιώδης, κύριος, βασικός; \капитальныйая стена ὁ τοίχος ὑποστήριξης, τό βασικό τοίχωμα κτιρίου· \капитальный труд τό κεφαλαιώδες ἔργο· \капитальный ремонт ἡ γενική ἐπισκευή· \капитальныйое строительство οίκοδόμηση ἐπιχειρήσεων, δημοσίων ἐργων \капитальныйое вложение см. капиталовложение. -
5 капитальный
επ.κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•капитальный вопрос κύριο ζήτημα•
-ая мысль κύρια ιδέα.
|| γενικός•капитальный счёт γενικός λογαριασμός.
|| γερός, σταθερός, στέρεος•-ое произведение γερό έργο.
εκφρ.- ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•капитальный ремонт – γενική επισκευή•- ая стена – τοίχος αντιστήριξης•- ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων. -
6 ремонт
η επισκευή, η επιδιόρθωση, η συντήρησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ремонт
См. также в других словарях:
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Αδρίας — I Αρχαία ονομασία της Αδριατικής θάλασσας. Λεγόταν επίσης και ΑδριακόςΑδριατικόν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 163) πως οι Φωκαείς, οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινά ταξίδια, έφτασαν πρώτοι στην Αδριατική: «...Τον τε Αδρίην και την Ιβηρίην … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek